- σχεδιαγράφος
- ο, Νβλ. σχεδιογράφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχεδιογράφος — και σχεδιαγράφος, ο, Ν αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκτέλεση σχεδιογραφημάτων, σχεδιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
σχεδιογράφος — σχεδιογράφος, ο και σχεδιαγράφος, ο σχεδιαστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)